αμαντίλωτος

αμαντίλωτος
και αμανδίλωτος, -η, -ο
αυτός που δεν έχει το κεφάλι του σκεπασμένο με μαντίλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμαντίλωτος < μαντιλώνω < μαντίλι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμαντίλωτος — η, ο αυτός που δε φορά μαντίλι στο κεφάλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμανδήλωτος — η, ο βλ. αμαντίλωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *μανδηλώνω < μανδήλι. Ορθότ. γραφή αμανδίλωτος < μανδίλι*] …   Dictionary of Greek

  • αμαντήλωτος — και αμανδήλωτος βλ. αμαντίλωτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”